Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σέσυφος πανοῦργος

См. также в других словарях:

  • σέσυφος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. Σίσυφος] …   Dictionary of Greek

  • Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • ασύφηλος — ἀσύφηλος, ον (Α) 1. ξεροκέφαλος, ανόητος 2. πρόστυχος, ποταπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το σοφός, ενώ κατ άλλους με τα Σίσυφος και σέσυφος «πανούργος» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»